- υπαρξιακός
- -ή, -ό, Ν [ύπαρξη]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπαρξη («υπαρξιακά προβλήματα»)2. το αρσ. ως ουσ. ο υπαρξιακός·υπαρξιστής3. φρ. α) «υπαρξιακή νεύρωση»(ιατρ.-ψυχολ.) διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αίσθημα αποξένωσης και από δυσπιστία ως προς την ύπαρξη νοήματος τής ζωής, καθώς και την αξία τών σκοπών και τών προσπαθειών τού ατόμουβ) «υπαρξιακό άγχος»(ψυχολ.) έντονη ανησυχία σχετικά με την ύπαρξη νοήματος τής ζωής ή τη δυνατότητα εκπλήρωσης τών στόχων τού ατόμουγ) «υπαρξιακή ψυχιατρική»ιατρ. σχολή τής ψυχιατρικής που απορρίπτει τη χρησιμότητα τού ιατρικού προτύπου στη θεραπεία, προσπαθώντας να καταλάβει παρά να θεραπεύσει τις ψυχολογικές ιδιαιτερότητες τού ατόμου, βοηθώντας το να αποκτήσει επίγνωση και να δώσει νόημα και κατεύθυνση στη ζωή τουδ) «υπαρξιακή ψυχολογία»(ψυχολ.) σχολή τής ψυχολογίας που βασίζεται στην υπαρξιστική φιλοσοφία και η οποία δίνει έμφαση στην αυτεπίγνωση, στις συνειδητές εμπειρίες τού ατόμου, καθώς και στην ελευθερία επιλογής τού τρόπου ζωής και τών μέσων για την αυτοολοκλήρωσή του.
Dictionary of Greek. 2013.